- παραμέρισμα
- το [παραμερίζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραμερίζω2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραμέρισμα — το η ενέργεια του παραμερίζω, η απομάκρυνση από το μέσο στην άκρη, ο παραγκωνισμός: Το παραμέρισμα του πλήθους ακούστηκε σαν σάλαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
παραμερισμός — ο το παραμέρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμερίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παραγκωνισμός — ο το παραμέρισμα, η θέση στο περιθώριο, η έλλειψη ενδιαφέροντος για κάποιον: Ο παραγκωνισμός τού έκοψε την όρεξη για δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμερισμός — ο παραγκωνισμός, υποσκελισμός, παραμέρισμα: Ο παραμερισμός από τη θέση που κρατούσε του κόστισε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)